- κρυσταλλικότητα
- η1. ιδιότητα τής οργανικής και ανόργανης ύλης να εμφανίζεται υπό κρυσταλλική μορφή2. χημ. ιδιότητα τών πολυμερών η οποία συνίσταται στην ύπαρξη κανονικής διάταξης μεταξύ τών μακρομορίων μιας πολυμερούς ουσίας.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cristallinite < γαλλ. cristallin < λατ. cristallinus < κρυστάλλινος].
Dictionary of Greek. 2013.